-
1 рама
-ы θ.πλαίσιο, κούφωμα• κορνίζα, κάδρο•оконная рама πλαίσιο παραθύρου•
дверная рама πλαίσιο πόρτας•
рама картины κορνίζα εικόνας.
|| σασί•рама автомашины πλαίσιο αυτοκινήτου.
-
2 рамка
-и θ.μικρό πλαίσιο, τελάρο• κορνιζίτσα, καδράκι. || πλαίσιο γραφικό•траурная рамка πένθιμο πλαίσιο.
|| πλθ. -и όρια•в -ах закона στα πλαίσια του νόμου.
-
3 конструкция
1. (проект, устройство) η κατασκευ/ήсоздавать - ю с учётом будущих условий эксплуатации σχεδιάζω την - λαμβάνοντας υπ'όψη τις μελλοντικές συνθήκες εκμετάλλευσηςагрегатная - ενοποιημένη -, η μονάδαкрупноблочная - από μεγάλα τμήματα/μπλόκ (ξεν.)2. (строение) η δομή, ο ιστόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конструкция
-
4 коробка
το κιβώτιο, το κυτίο, разг. το κουτίвводная эл. - εισόδουвходная - (центробежного вентилятора) - εισαγωγής (του φυγόκεντρου ανεμιστήρα)дверная - το πλαίσιο της πόρτας/θύραςкабельная эл. о πίνακας/το κιβώτιο καλωδίωνкингстонная мор. - θαλάσσηςклеммная эл. - επαφώνраспределительная эл. - διανομήςсоединительная - συνδέσεων, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коробка
-
5 кузов
(авто) το αμάξωμα, η καρ(ρ)ότσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кузов
-
6 окантовка
(то, чем окантовано что-л.) η συσκευασία, το πλαίσιο, η περιτύλιξη, το περίβλημα- ывать βάζω/θέτω/τοποθετώ σε πλαίσιο, συσκευάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окантовка
-
7 рамка
1. (небольшая рама) το κάδρο, το πλαίσιο, η κορνίζα 2. (рамочная антенна) η πλαισιοκεραίαη κεραία σχήματος θηλειάςη κλειστή κεραία3. (электроизмерительного прибора) το πηνίοкопировальная - кфт. το πλαίσιο εκτύπωσης4. -й (пределы, границы) τα όριατα πλαίσιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рамка
-
8 оправа
оправа ж το πλαίσιο* ο σκελετός (очков)' очки без \оправаы τα γυαλιά χωρίς σκελετό* * *жτο πλαίσιο; ο σκελετός ( очков)очки́ без опра́вы — τα γυαλιά χωρίς σκελετό
-
9 рама
-
10 рамка
рамка ж 1) το πλαίσιο 2) мн.: \рамкаи перен. τα πλαίσια* * *1) το πλαίσιο2) мн.ра́мки — перен. τα πλαίσια
-
11 рама
рам||аж1. ἡ κορνίζα, τό κάδρο, τό πλαίσιο[ν]/ τό παραθυρόφυλο[ν], τό πρε-βάζι (оконная):дверна́я \рама τό πλαίσιο τής πόρτας'2. (для картины) τό κάδρο, ἡ κορνίζα. -
12 рамка
рам||каж1. τό πλαίσιο[ν]:вставлять в \рамкаку βάζω σέ πλαίσιο, βάζω σέ κορνίζα·2. \рамкаки мн. (пределы) τά πλαίσια, τά ὅρια:выйти за \рамкаки чего-л. βγαίνω ἀπό τά ὅρια. -
13 вайма
το πλαίσιο άρμωσης ξύλινων αντικειμένων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вайма
-
14 дверь
η θύρ/α, разг. η πόρτα (ξεν.)на-вешивать - κρεμώ/τοποθετώ τη -бортовая мор. - πλευρική -бортовая грузовая мор. - πλευρική - φόρτωσηςвентиляционная - ηαεροθυρίδα, το άνοιγμα της διόδου αέροςводонепроницаемая - с клиновыми индивидуальными задрайками мор. στεγανή - με σφηνοειδή ξεχωριστά κλείστραводонепроницаемая - с индивидуальными задрайками на раме мор. στεγανή - με ξεχωριστά κλείστρα στο πλαίσιοводонепроницаемая - с клиновыми задрайками и с тягами мор. στεγανή - με σφηνοειδή κλείστρα και με μοχλούςводонепроницаемая - с центральным задраиванием мор. στεγανή - με κεντρικό σύστημα κλεισίματοςгерметичная - ερμητική -, στεγανή -каютная мор. - του θαλάμου/της καμπίναςклинкетная вертикальная - с электроручным приводом мор. ολισθαίνουσα κάθετη ηλεκτροχειροκίνητη -лацпортная мор. - του παραπέτουнаружная - рулевой рубки мор. εξωτερική - της γέφυραςнесгораемая - с жалюзи мор. πυρίμαχη - με περσίδεςодностворчатая - см. однопольная -остеклённая - με γυαλί/τζάμι, η υαλόθυραпереборочная - мор. η πόρτα-φράχτηςплоская - κρυφή -, επίπεδη -пожарная - ανά-γκης/κινδύνουпри закрытых - ях юр. κεκλεισμένων των - ών- с вентиляционной филенкой мор. - με περσίδες εξαερισμούстальная водонепроницаемая навесная наружная - мор. χαλύβδινη υδατοστεγανή κρεμαστή εξωτερική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дверь
-
15 здание
το κτήριο, η οικοδομή· административное - διοικητικό -высотное - υψηλό -, πολυώροφο -- из сборных элементов - από προκατασκευασμένα στοιχεία, λυόμενο -каркасное - με δο-κούς/πλαίσιο/κολόνεςмногоэтажное - см. высотное -наземное - горн. επίγειο -панельное - см. из сборных элементов промышленное - βιομηχανικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > здание
-
16 каркас
το πλαίσιο, ο σκελετόςжёсткий стр. - σκληρό -, σταθερό -несущий - φέ-ρον/φέρων -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каркас
-
17 комингс
мор. το τοίχωμα, разг. το κουβούσιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комингс
-
18 корпус
1. тех. το σώμα, ο κορμός, το κέλυφος, το πλαίσιο, η θήκη· - амортизатора - του απορροφητήρα κραδασμών- транзистора - της κρυσταλλολυχνίας, разг. του τρανζίστορ (ξεν.)2. (остов судна) το σκάφος* наружный - судна το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους 3. (здание) το (χωριστό) τμήμα (ενός) μεγάλου οικο-δομήματος/κτηρίου 4. полигр. το στοιχείο των 10 στιγμών 5. (туловище) το σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпус
-
19 косяк
I.(двери, окна) το πλαίσιο, ο παραστάτηςдверной - της πόρτας/θύραςII. 1. (рыб) το κοπάδι 2. (стая птиц) το σμήνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > косяк
-
20 монтаж
1. (сборка, установка) η συναρμολόγηση, η άρμωση, το μοντάρισμα- στη βάση- трубопровода - του δικτύου σωλήνων/σωληνόσεων 2 (эл.элн.) η περιέλιξη, το κύκλωμαпередний (на щите панели) - μπροστινή -, εμπρόσθια -3. (литер., муз.) η άρμωση 4. кфт. η συναρμολόγηση (της εικόνας), το μοντάζ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтаж
См. также в других словарях:
πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π … Dictionary of Greek
πλαίσιο — το 1. τετράπλευρο ή άλλου σχήματος περιθώριο που περιβάλλει ή συγκρατεί κάτι. 2. περβάζι, κορνίζα, τελάρο: Το πλαίσιο της φωτογραφίας θέλει άλλαγμα. 3. σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται κάτι: Το πλαίσιο του αυτοκινήτου, αλλιώς σασί. 4. τα όρια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραβδοειδές πλαίσιο — Το σύνολο ραβδοειδών σχηματισμών, που βρίσκονται στην επιφάνεια ορισμένων κυττάρων του ανθρώπου και των ζώων. Αποτελείται από μεμονωμένες κυτταροπλασματικές προεξοχές, τις «τρίχες», οι οποίες, όπως και στις βούρτσες, είναι τοποθετημένες στην… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek